πρᾶξιν

πρᾶξιν
πρᾶξις
doing
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o …   Wikipedia

  • Codex Boreelianus — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Unzial 09 …   Deutsch Wikipedia

  • Codex Boreelianus — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 09 …   Wikipédia en Français

  • Борилианский кодекс — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 09 …   Википедия

  • ороудиѥ — ОРОУДИ|Ѥ (99), ˫А с. 1.Дело: и даи б҃ъ ѥго мл҃твѹ вьсѣмъ хрьсти˫аномъ. и мънѣ хѹдомѹ наславѹ правѧщи ѥго орѹди˫а въ правьдѹ. ЕвМст до 1117, 213б (зап. XII); въ ѥдинъ д҃нь шедъшю… ѳеѡдосию. нѣкоторааго ради орѹ||ди˫а къ х҃олюбьцю к҃н˫азю из˫аславѹ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έπανδρος — ἔπανδρος, ον (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον ανδρικό, αρρενωπό παράστημα. επίρρ... ἐπάνδρως ανδρικά, γενναία, με ανδρικό… …   Dictionary of Greek

  • εξαφίστημι — ἐξαφίστημι (Α) [αφίστημι] 1. απομακρύνω, αφαιρώ («αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ἐξαπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ ὑμῶν», ΠΔ) 2. στέλνω 3. αυξάνω 4. παθ. φεύγω, απομακρύνομαι («πρᾱξιν... ὁποίας ἐξαφισταίμην ἐγώ», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”